ναυσικλυτος

ναυσικλυτος
    ναυσικλυτός
    ναυσι-κλῠτός
    2
    Hom., Pind. = ναυσικλειτός См. ναυσικλειτος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ναυσικλυτος" в других словарях:

  • ναυσικλυτός — masc nom sg ναυσικλυτός masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυσικλυτός — ναυσικλυτός, όν (Α) ναυσικλειτός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + κλυτός «ένδοξος»] …   Dictionary of Greek

  • ναυσίκλυτος — ναυσικλυτός masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυσικλυτοί — ναυσικλυτός masc nom/voc pl ναυσικλυτός masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυσικλυτούς — ναυσικλυτός masc acc pl ναυσικλυτός masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυσίκλυτον — ναυσικλυτός masc/fem acc sg ναυσικλυτός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυσικλύτῳ — ναυσικλυτός masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυσίκλυτοι — ναυσικλυτός masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • ναυσικλυτάν — ναυσικλυτά̱ν , ναυσικλυτός fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»